περισκόπηση

περισκόπηση
η / περισκόπησις, -ήσεως, ΝΑ [περισκοπώ]
η ενέργεια τού περισκοπώ, επισκόπηση τών γύρω χώρων, κατόπτευση, επαγρύπνηση
αρχ.
έκταση («θαλάσσης ἀπέραντοι περισκοπήσεις», Σχόλ. Οππ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περισκόπιο — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για πολεμικούς σκοπούς, που επιτρέπει σε ένα παρατηρητή που βρίσκεται χαμηλότερα από τον αντικειμενικό, να εξερευνά το εξωτερικό περιβάλλον. Τους πρώτους τύπους π. επινόησαν μελετητές διάφορων χωρών… …   Dictionary of Greek

  • περιάθρησις — ἡ, Α [περιαθρώ] περισκόπηση («τῇ περιαθρήσει τῶν πραγμάτων», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”